ξεπροβοδώ

ξεπροβοδώ
ξεπροβοδώ και ξεπροβοδάω και ξεπροβοδίζω ξεπροβόδισα, προπέμπω, συνοδεύω για λίγο κάποιον που αναχωρεί, αλλ. κατευοδώνω: Τον ξεπροβόδισαν οι φίλοι του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεπροβοδώ — βλ. ξεπροβοδίζω …   Dictionary of Greek

  • εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • καλοστρατίζω — 1. (μτβ.) οδηγώ κάποιον από βατό, ίσιο δρόμο, τόν κατευθύνω καλά, τόν χειραγωγώ στον ίσιο δρόμο 2. κατευοδώνω κάποιον, τού εύχομαι «καλή στράτα», τόν ξεπροβοδώ, τόν ξεβγάζω 3. μτφ. δίνω σε κάποιον καλή, ηθική κατεύθυνση, τόν προτρέπω στο καλό,… …   Dictionary of Greek

  • ξεπροβοδίζω — και ξεπροβοδώ συνοδεύω κάποιον που αποχωρεί, κατευοδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + προβοδώ / προβοδίζω] …   Dictionary of Greek

  • προβοδώ — άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι) 2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ ευοδῶ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • προπέμπω — ΝΜΑ 1. συνοδεύω τιμητικά ώς ένα σημείο κάποιον που φεύγει, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ (α. «μέλη τής κυβερνήσεως θα προπέμψουν ώς το αεροδρόμιο τον επίσημο ξένο» β. «προπέμπετε τοῡτον μέλεσιν καὶ μολπαῑσιν κελαδοῡντες», Αριστοφ. γ. «προπέμπουσι… …   Dictionary of Greek

  • ξεβγάζω — και ξεβνάνω ξέβγαλα, ξεβγάλθηκα, ξεβγαλμένος 1. περνώ με νερό τα ρούχα για να αφαιρεθεί το σαπούνι: Ξεβγάζω τα ρούχα και τελειώνω. 2. ανταποδίνω, εκπληρώνω κάποια υποχρέωση, κάποιο χρέος: Θέλω να ξεβγάλω αυτή την υποχρέωση. 3. αφανίζω, θανατώνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβοδίζω — και προβοδώ προβόδισα, συνοδεύω για λίγο κάποιον που αναχωρεί, ξεπροβοδώ, ξεβγάνω, κατευοδώνω, προπέμπω: Μ αμάξια και με άλογα την κόρη προβοδούσε (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”